μειδήματα

μειδήματα
μείδημα
smile
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εξαπάτη — ἐξαπάτη, η (Α) εξαπάτηση, απάτη, ξεγέλασμα («μειδήματά τ ἐξαπάτας τε», Ησίοδ.) …   Dictionary of Greek

  • όαρος — ὄαρος, ὁ (Α) 1. φιλική συναναστροφή, σχέση οικειότητας («παρθενίους τ ὀάρους μειδήματά τε», Ησίοδ.) 2. συνομιλία, λόγος 3. μικρή ωδή, ασμάτιο («μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον», Πίνδ.) 4. στον πληθ. οἱ ὄαροι αναγνώσεις, αναγνώσματα 5. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”